Το οποίον, υπάρχει εντός της στοματικής κοιλότητος ζεύγος οδοντοστοιχίας, στηριζόμενες επί των γνάθων. Η ρίζα των δοντιού εγκολπώνεται σε φατνίο μέσα στο οστό της γνάθου. Μέχρι το κόκκαλο πάει το ρημάδι το δόντι. Σαν το μαχαίρι ένα πράμα, που κοντεύει να το τρυπήσει και να βγει από την άλλη.
Μπροστά μπροστά πάνε οι κοπτήρες, οι οποίοι πέφτουν άδοξα νωρίς ως νεαγιλοί οδόντες. Δεν τραβάμε και κανά ζόρι βέβαια, καθόσον εφεδρείες υπάρχουν και στην ανεργία υπήρχαν -πριν ακόμα γεννηθούν- άλλοι καλύτεροι και πιο γεροί, οι οποίοι και παίρνουν τη θέση των παλιών αδικοχαμένων συναδέλφων τους. Τα πετάμε και στα κεραμίδια, τα βάζουμε στα μαξιλάρια, τα παίρνουν οι νεράιδες και λέμε ότι “για να βγει γερό” και δήθεν βγάνει κοσάρι το δόντι. Άκου δηλαδίς τί μαθαίνουν στα μωρά και νομίζουν ότι τα λεφτά τα βρίσκεις στο δρόμο. Αμ πώς; Και τρώνε αυτοί οι κοπτήρες κάτι φαγιά απλά, τίποτα μήλα και καρότα, δαγκάνουν ίσα ίσα και μετά τα διώχνουν στους παραπίσω. Άντε και κάνα πασατέμπο και φυστίκι Αιγίνης. Καθαρίζουν και κάνα κοκαλάκι πού και πού, τυχεροί κι αυτοί. Κι άμα πέσει μπουνίδι γερό, φτου και μέσα στη χούφτα και τέρμα, οι πρώτοι πεσόντες.
Από τα δίπλα ξεπετάγονται οι κυνόδοντες, κάτι λαμόγια από τα λίγα, σκίζουν τα κρέατα και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, τρυπάνε και κονσέρβες κατοχικές άμα λάχει. Διότι στις παρυφές υπάρχει πάντα ο υπόκοσμος και καλά να λέμε που τους έχουμε λίγοι τους κυνόδονται αλλέως θα ήμαστε σαρκοβόρα τέρατα. Το οποίον βεβαίως δεν έχει εξακριβωθεί και μάλλον υπάρχουν αρκούντως πολυπληθή παραδείγματα ούτως στηρίξουν την επιστημονικήν θέσιν ότι ανήκουμε αναφανδόν στα πρεντατόρια . Αλλά αυτό είναι άλλο ανέκδοτο κι άμα το πιάσουμε κι αυτό θα κάνουμε ποστ γόρδιο κόμπο.
Πιο μέσα, είναι οι προγόμφιοι, οι οποίοι δεν αποφασίσανε ακόμα τί καριέρα θα ακολουθήσουν. Καθώς έχουν την κάμα του κυνόδου, αλλά φέρνουν λίγο και στην άπλα των παραπέρα. Κι ο Καπόνες να πούμε για φοροδιαφυγή επήγε το παλικάρι, άσχετο που ήταν ένα ακάθαρμα που μήτε όλος ο Ειρηνικός δεν τον ξέπλενε.
Και πάμε τώρα στο ωραίο το σκηνικό. Λοιπόν λοιπόν, κύριοι και κυρία, σας παρουσιάζουμε τους Γομφίους, με το γάμα κεφαλαίο. Γάμα κεφαλαίο, κι άμα αλλάξεις και τους τόνους, βγαίνει ωραιότατο το συμπέρασμα. Τραπεζίτες τους λένε οι λαϊκοί, αυτοί που δεν μάθανε τον επιστημονικό όρο. Κι όλα τα μασάνε και τα ‘λέθουνε, και τα κάνουν μια ωραία μάζα για να μπούνε στα έγκατα του οισοφάγου. Κι όλοι οι υπόλοιποι δουλεύουνε γι’ αυτούς. Ό,τι και να πέσει, εκεί καταλήγει. Μασάνε, μασάνε, μασάνε, τρώνε, τρώνε και τελειωμό δεν έχουνε, εσαεί.
Πίσω πίσω, στα ορεινά έδρανα να πούμε, υπάρχει ένας Γομφίος αλλιώτικος, καθώς είναι κρυφός ο κερατάς. Περιμένει υπομονετικά να ωριμάσει η στοματική δομή. Κι όταν έρχεται η ώρα, σκάει δειλά μύτη, τρυπάει αργά το ούλο. Πονάει και καμπόσο φορές-φορές σ’ αυτό το προτσές και είναι σαν λέει “πάρτε είδηση τί σας περιμένει”. Κι άμα βγει μωρ’ αδερφάκι μου, μεγάλος κι επιβλητικός με τρεις ή και τέσσερις ρίζες, δεν τον κουνάει κανένας. Όταν δεν έχει θέση για κείνον, πετάει τον διπλανό του χωρίς δισταγμό, για να του κάνει χώρο, κι ας ανήκουν στην ίδια ομάδα. Τους σπρώχνει, να πάρει “ζωτικό χώρο”. Είναι δε, τόσο αχόρταγος, που τρώει συνεχώς κι αποθηκεύει κιόλας. Τόσο πίσω κρυμμένος, που δεν τον πιάνει η κάθαρση. Κι έτσι σαπίζει γρήγορα και ζέχνει και δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Δεν το λένε άδικα “κακό δόντι” μερικοί.
Κάποιοι άλλοι τον λένε φρονιμίτη. Διότι ο χρόνος της εμφανίσεως του οδόντος τούτου είναι πάντα στις μεγάλες ηλικίες. Ο γράφων διανύει ήδη το τριακοστό πρώτο έτος της ένδοξης ζωής του και φυτρώνει μόλις τον δεύτερο, ενώ η διαδικασία ωρίμανσης του πρώτου διήρκεσε καμιά δεκαριά χρόνια.
Δεν θα πρέπει φυσικά να θεωρηθεί ότι συμφωνώ με τον συλλογισμό του φρόνιμου. Τα λεξικά έχουν αρκετές ερμηνείες της λέξεως, μία εκ των οποίων η λογική. Πλην όμως, έτερη ερμηνεία είναι η συμφωνία με τα κοινωνικά πρότυπα. Κατ’ επέκτασιν και η μη αμφισβήτηση των καθιερωμένων, άρα και η ανυπαρξία προσπάθειας αλλαγής των, η συντήρηση. Ο φρόνιμος είναι ίσως και συντηρητικός. Ο μεγάλος τραπεζίτης, με την “κοινωνική ευθύνη”, υπαγορεύει και προϋποθέτει ταυτόχρονα το φρόνιμο. Κοινωνικά φρονήματα και τέτοια συναφή είναι μάλλον ευχάριστα λογοπαίγνια, ή μήπως όχι;
Η επιστήμη δηλώνει ότι το τελευταίο αυτό δόντι αποτελεί κατάλοιπο από την εξέλιξη των ειδών. Διότι σίγουρα η δουλειά μας γίνεται και με δυο τραπεζίτες, τί τον θέλουμε τον ανταγωνισμό; Εξελικτικά να το δεις δηλαδή, σίγουρα κάποια στιγμή θα σταματήσει εντελώς να βγαίνει κι όχι απλά με χρονοκαθυστέρηση. Κάπως έτσι είναι και η ύπαρξή τους στην κοινωνικοοικονομική δομή. Είναι άχρηστοι και απλά μασάνε τον πλούτο που παράγουν οι άλλοι.
Τους φρονιμίτες-τραπεζίτες, τους βγάζουμε βίαια, με εξαγωγή που τουμπανιάζει το μάγουλο κι ο πόνος χτυπάει κόκκινο. Αφού βγει όμως, όλα καλά, επουλώνεται η πληγή και τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους. Κοίτα να δεις πώς βγαίνουν και οι παραλληλισμοί με την κοινωνία ε; Αυτούς λοιπόν, τους κεφαλαιοκράτες-τραπεζίτες, γιατί δεν τους ξεριζώνουμε από κει που κάθονται; Η ίδια η εξέλιξη τους έχει καταστήσει εντελώς άχρηστους. Το θέμα είναι να γίνει η εξαγωγή. Αλλιώς θα προκαλούν συνεχώς πόνο με τη σαπίλα που κουβαλάνε.
ΥΓ: Το ποστ προήλθε από την ανάγνωση του Τοκετού.
3 Comments
Απ’ όλο μου το σόι, μόνο σ’ εμένα δεν φύτρωσαν φρονιμήτες, μέχρι και στον μεγαλύτερο αδερφό μου μόλις κατα δυο χρόνια, φυτρώσαν, σ’εμένα όχι. Απόδειξις ότι ο Δελάρζ είναι βελτιωμένη ράτσα, σοσιαλιστικιά-κομμουνιστικιά. Παρά την τσομπαναραίικη καταγωγή μου, η φυσική επιλογή μου κανε το χατήρι κι απόδιωξε όλα σχεδόν τα νεαντερνταλικά κατάλοιπα.
Σου εύχομαι κοντόλενσες ελληνιστί. Συμβαίνουν αυτά, life goes on κτλ
Κοίτα να δεις, δεν είναι που αλληλοεμπνεόμαστε, αλλά χαίρομαι που το έγραψες, έμαθα ένα σωρό που δεν ήξερα για τα της στοματικής κοιλότητας και την οδοντιατρική.
Να θυμάμαι να πλένω τα δόντια μου συχνά, χε χε χε 🙂
Έτσι Δελάρζ, έτσι. Διότι η εξέλιξις είναι αναπόφευκτο γεγονός και ευτυχώς, διότι αλλιώς θα ήμασταν ακόμα χούφτα αυτομάτως αναπαραγομένων μακρομορίων. Στο περιθώριο, θενκ γιου φρομ δε μπότομ οφ μάι χαρτ.
Κροτ, κάθε μέρα τα δοντάκια, σαν τα μικρά παιδιά. Κι είμαστε και καπνιστές πανάθεμά μας, θέλουμε μια προσοχή παραπάνω. Κι όσο για το μανθάνειν, γηράσκω αεί διδασκόμενος και οι δάσκαλοι διδάσκουν αεί γηρασκόμενοι. Ευτυχώς δεν είμαι δάσκαλος. 🙂